- ἐκοιλοστάθμησεν
- κοιλοσταθμέωprovide with a coffered ceilingaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλοσταθμώ — κοιλοσταθμῶ, έω (Α) [κοιλόσταθμος] κατασκευάζω θολωτή, φατνωτή στέγη ή φατνωτές παραστάδες («και ἐκοιλοστάθμησεν τὸν οἶκον κέδροις», ΠΔ) … Dictionary of Greek